διάκρινε

διάκρινε
διάκρῑνε , διακρίνω
separate one from another
pres imperat act 2nd sg
διάκρῑνε , διακρίνω
separate one from another
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)
διάκρῑνε , διακρίνω
separate one from another
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Μανέθων — (3oς αι. π.Χ.). Αιγύπτιος μέγας αρχιερέας και ιστορικός. Καταγόταν από τη Σεβέννυτο και ήταν σύγχρονος του Πτολεμαίου Α’ του Σωτήρος (304 283 π.Χ.) και του Πτολεμαίου Β’ του Φιλαδέλφου (308; 246 π.Χ.). Θεωρείται ότι διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο… …   Dictionary of Greek

  • Μπάρκλα, Τσαρλς Γκλάουερ — (Charles Glauer Barkla, Γουάιντνες, Λάνκασαϊρ 1877 – Λονδίνο 1944). Άγγλος φυσικός. Ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Λίβερπουλ και στο Κέιμπριτζ. Από το 1902 έως το 1907 δίδαξε Φυσική στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ και αργότερα στο Λονδίνο και στο… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”